σιτοφάγοι

σιτοφάγοι
σῑτοφάγοι , σιτοφάγος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • MEGASA — urbs Libyae, in qua et σίτοφάγοι et ἀροτῆρες. Steph …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιτοφάγος — α, ο / σιτοφάγος, ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που τρέφεται με ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φάγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”